στρατήγιον — general s tent neut nom/voc/acc sg στρατηγέω to be general imperf ind act 3rd pl (doric) στρατηγέω to be general imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγίου — στρατήγιον general s tent neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγίῳ — στρατήγιον general s tent neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατήγια — στρατήγιον general s tent neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγείο — το / στρατηγεῑον, ΝΜΑ, και στρατήγιον ΜΑ [στρατηγός] νεοελλ. 1. η έδρα τού στρατηγού μαζί με το επιτελείο του και το προσωπικό διοικήσεως όπλων και διευθύνσεως υπηρεσιών που υπάρχει σε κάθε μεγάλη μονάδα 2. μτφ. έδρα ή πυρήνας δράσης ενός… … Dictionary of Greek
ՍՏՐԱՏԻԳԻՈՆ — ( ) NBH 2 0755 Chronological Sequence: 8c գ. ՍՏՐԱՏԻԳԻՆ կամ ՍՏՐԱՏԻԳԻՈՆ. Բառ յն. սդռադի՛ղիօն. στρατήγιον domus imperatoris exercitus, praetorium. Կայք կամ օթեվան ստրատելատի. որ ի մեզ ասի վանք սպարապետին կամ զօրավարին. ... *Շինեաց յիշատակ իւր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
στρατηγίωι — στρατηγίῳ , στρατήγιον general s tent neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)